- κοπιαρός
- κοπιαρός, -ά, -όν (Α) [κοπιώ] κοπιώδης, κοπιαστικός, κουραστικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κοπιαρώτερον — κοπιαρός wearying adverbial comp κοπιαρός wearying masc acc comp sg κοπιαρός wearying neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοπιαρώτερα — κοπιαρός wearying neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοπιαρώτεροι — κοπιαρός wearying masc nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)